- ἱστάμενος
- ἵστημιmake to standpres part mp masc nom sgἱστά̱μενος , ἱστάωpres part mp masc nom sg (doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… … Dictionary of Greek
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek
ισταμένως — ἱσταμένως (Α) επίρρ. σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστάμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ἵσταμι] … Dictionary of Greek
λεγάμενος — η, ο 1. αυτός για τον οποίο γίνεται ή έγινε λόγος, υπονοούμενος 2. (ειρων. ή επικριτικά) γνωστό πρόσωπο ή πράγμα που αποφεύγουμε να ονομάσουμε 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αγαπητικός, ο ερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού λέγω,… … Dictionary of Greek
ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω … Dictionary of Greek
πετάμενος — η, ο, Ν ο πετούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. πετώ σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε άμενος τού τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουνάμενος, λεγάμενος, σερνάμενος κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
σερνάμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που σέρνεται 2. το ουδ. ως ουσ. το σερνάμενο α) ναυτ. το αγόμενο συσπάστου ή πολυσπάστου β) ερπετό 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σερνάμενα ναυτ. η επιχειρία τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού σέρνω σχηματισμένη κατά… … Dictionary of Greek
στεκάμενος — και στεκούμενος, η, ο, Ν 1. αυτός που είναι ακίνητος, ακινητοποιημένος, στάσιμος («στεκάμενα νερά») 2. (κυρίως για ενήλικους) υγιής, γερός, εύρωστος («ο παππούς είναι στεκούμενος ακόμη») 3. φρ. «στα καλά στεκούμενα» στα καλά καθούμενα, ενώ όλα… … Dictionary of Greek
χαιράμενος — η, ο, Ν (μόνον σε ευχές) χαρούμενος («ευτυχισμένος και χαιράμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. χαίρω σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε –άμενος τού τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουν άμενος, λεγ άμενος κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
ψιλεύς — έως, ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα εύς (πρβλ. ἱππ εύς), ενώ, κατ άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός] … Dictionary of Greek